- εγκλισίμετρο
- Όργανο της τοπογραφίας με το οποίο μετριέται η γωνία έγκλισης, δηλαδή η γωνία που σχηματίζεται σε έναν τόπο από το διάνυσμα της έντασης του γήινου μαγνητικού πεδίου με την οριζόντια συνιστώσα του. Αποτελεί είδος επαγωγικού μετρητή που μετρά τη γωνία έγκλισης και του οποίου η λειτουργία στηρίζεται στα επαγωγικά ρεύματα που προκαλούνται σε ένα κινητό κύκλωμα εξαιτίας της ύπαρξης του γήινου μαγνητικού πεδίου.
Dictionary of Greek. 2013.